- ρετροπρογεστερόνη
- η, Ν(βιοχ.-φαρμ.) στερεοϊσομερές τής προγεστερόνης που παρασκευάζεται από την λουμιστερόλη και στο οποίο οι απόλυτες διαμορφώσεις τών ατόμων άνθρακα στις θέσεις 9 και 10 έχουν αντιστραφεί, γεγονός που τής προσδίδει ιδιαίτερες ιδιότητες, γι' αυτό και χρησιμοποιείται σε διάφορες γυναικολογικές παθήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.